εφευρετικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφευρετικότητα < εφευρετικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφευρετικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του εφευρετικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εφευρετικότητα