ζάλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάλο | τα | ζάλα |
γενική | του | ζάλου | των | ζάλων |
αιτιατική | το | ζάλο | τα | ζάλα |
κλητική | ζάλο | ζάλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζάλο < αρχαία ελληνική σάλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζάλο ουδέτερο
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζάλο
|