ζαγαρομάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαγαρομάτης < μεσαιωνική ελληνική ζαγαρομάτης < ζαγάρ(ι) + -ο- + -μάτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαγαρομάτης αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που τα μάτια του είναι σαν του κυνηγόσκυλου ζαγαριού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαγαρομάτης
|