ζακετούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζακετούλα | οι | ζακετούλες |
γενική | της | ζακετούλας | — | |
αιτιατική | τη | ζακετούλα | τις | ζακετούλες |
κλητική | ζακετούλα | ζακετούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζακετούλα < ζακέτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < γαλλική jaquette < jaque + -ette < παλαιά γαλλικά jaque
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζακετούλα ουδέτερο
- υποκοριστικό του ζακέτα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζακετούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)