ζαρτιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαρτιέρα | οι | ζαρτιέρες |
γενική | της | ζαρτιέρας | — | |
αιτιατική | τη | ζαρτιέρα | τις | ζαρτιέρες |
κλητική | ζαρτιέρα | ζαρτιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαρτιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jarretière + κατάληξη θηλυκού -α < jarret + -ιέρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαρτιέρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαρτιέρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)