ζαφορέλαιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαφορέλαιο τα ζαφορέλαια
      γενική του ζαφορέλαιου
ζαφορελαίου
των ζαφορέλαιων
ζαφορελαίων
    αιτιατική το ζαφορέλαιο τα ζαφορέλαια
     κλητική ζαφορέλαιο ζαφορέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαφορέλαιο < ζαφορ(ά) + -έλαιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαφορέλαιο ουδέτερο

  • καρθαμέλαιο
    ※  Το ηλιέλαιο και το ζαφορέλαιο έχουν την υψηλότερη περιεκτικότητα σε α-τοκοφερόλη, [1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]