ζαχαροκάντιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαροκάντιο τα ζαχαροκάντια
      γενική του ζαχαροκάντιου των ζαχαροκάντιων
    αιτιατική το ζαχαροκάντιο τα ζαχαροκάντια
     κλητική ζαχαροκάντιο ζαχαροκάντια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαχαροκάντιο < ζάχαρ(η) + -ο- + κάντιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαχαροκάντιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]