ζαχαροπλάσταινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαχαροπλάσταινα < ζαχαροπλάστης + -αινα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαχαροπλάσταινα θηλυκό
- (σπάνιο, λαϊκότροπο, επάγγελμα) θηλυκό του ζαχαροπλάστης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαχαροπλάσταινα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αινα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)