ζαϊφλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαϊφλίκι | τα | ζαϊφλίκια |
γενική | του | ζαϊφλικιού | των | ζαϊφλικιών |
αιτιατική | το | ζαϊφλίκι | τα | ζαϊφλίκια |
κλητική | ζαϊφλίκι | ζαϊφλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαϊφλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zayıflık < zayıf (ζαΐφης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζαϊφλίκι ουδέτερο