ζεμανφουτίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεμανφουτίστρια < ζεμανφουτίστας + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζεμανφουτίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ζεμανφουτίστας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζεμανφουτίστρια
|