ζερνεκαδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζερνεκαδές < (άμεσο δάνειο) τουρκική zerin kadeh (zerrinkadeh) < περσική زرین قدح (zarīn-qadaḥ) < περσική زرین (zarīn, χρυσαφένιος) + αραβική قدح (qadaḥ, φλιτζάνι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζερνεκαδές αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζερνεκαδές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)