ζευγάρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζευγάρωμα τα ζευγαρώματα
      γενική του ζευγαρώματος των ζευγαρωμάτων
    αιτιατική το ζευγάρωμα τα ζευγαρώματα
     κλητική ζευγάρωμα ζευγαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζευγάρωμα < ζευγαρώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zeˈvɣa.ɾo.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζευγάρωμα ουδέτερο

  1. η ένωση ή το ταίριασμα δύο στοιχείων
  2. η σεξουαλική συνεύρεση (λέγεται κυρίως για ζώα αλλά συχνά και για ανθρώπους)


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]