ζευγάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζευγάς οι ζευγάδες
      γενική του ζευγά των ζευγάδων
    αιτιατική τον ζευγά τους ζευγάδες
     κλητική ζευγά ζευγάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζευγάς < μεσαιωνική ελληνική < ζεῦγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζευγάς αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς: πρέπει να αφοσιώνεσαι σε ένα επάγγελμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]