ζεόλιθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζεόλιθος οι ζεόλιθοι
      γενική του ζεόλιθου
ζεολίθου
των ζεόλιθων
ζεολίθων
    αιτιατική τον ζεόλιθο τους ζεόλιθους
ζεολίθους
     κλητική ζεόλιθε ζεόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ζεόλιθοι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζεόλιθος < ζέω (βράζω) + λίθος (όρος που το 1756 από τον Σουηδό ορυκτολόγο Άξελ Κρόνστεντ, ο οποίος παρατήρησε ότι με την ταχεία θέρμανση στιλβίτη παράγεται μεγάλη ποσότητα ατμού από νερό το οποίο είχε απορροφηθεί από το υλικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζεόλιθος αρσενικό

  • μικροπορώδες αργυλοπυριτικό ορυκτό που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων ως προσροφητικό και καταλύτης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]