ζεύγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζεύγμα | τα | ζεύγματα |
γενική | του | ζεύγματος | των | ζευγμάτων |
αιτιατική | το | ζεύγμα | τα | ζεύγματα |
κλητική | ζεύγμα | ζεύγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεύγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζεῦγμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζεύγμα ουδέτερο
- (λόγιο) καθετί που χρησιμεύει για σύνδεσμο (ζεύξη) δυο πραγμάτων· (ειδικότερα) κατασκευή που συνδέει δυο ακτές, όπως πλωτό ή μόνιμο φράγμα, γέφυρα, πρόχειρη αποβάθρα από σχεδίες ή βάρκες κ.τ.π.
- (μεταφορικά) σύνδεσμος εννοιών
- βραχυλογικό σχήμα λόγου, όπου έχουμε μη επανάληψη μιας λέξης (ή ομάδας λέξεων), όταν μπορεί εύκολα κανείς να την (τις) καταλάβει χάρη στην προηγούμενη πρόταση
- ↪ Χτες, στη γιορτή της Ελένης, φάγαμε πολύ ιδιαίτερα φαγητά και κρασιά. Αντί του: Χτες, στη γιορτή της Ελένης, φάγαμε πολύ ιδιαίτερα φαγητά και ήπιαμε πολύ ιδιαίτερα κρασιά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζεύγμα
Πηγές[επεξεργασία]
- ζεύγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1258.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σχήματα λόγου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)