ζηλοφθονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζηλοφθονία οι ζηλοφθονίες
      γενική της ζηλοφθονίας των ζηλοφθονιών
    αιτιατική τη ζηλοφθονία τις ζηλοφθονίες
     κλητική ζηλοφθονία ζηλοφθονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζηλοφθονία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ζηλοφθονία[1][2] ή ζηλόφθον(ος) + -ία[3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zi.lo.fθoˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐λο‐φθο‐νί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζηλοφθονία θηλυκό

  • η ζήλια και ο φθόνος για κάτι θετικό που έχει ή έχει πετύχει κάποιος άλλος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ζηλοφθονίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. s.v. ζηλόφθονος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. ζηλοφθονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζηλοφθονία < ζηλόφθον(ος) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζηλοφθονία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]