ζιζάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζιζάνιο | τα | ζιζάνια |
γενική | του | ζιζανίου & ζιζάνιου |
των | ζιζανίων |
αιτιατική | το | ζιζάνιο | τα | ζιζάνια |
κλητική | ζιζάνιο | ζιζάνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζιζάνιο < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζιζάνιο ουδέτερο
- το φυτό που ζει παρασιτικά, αγριόχορτο
- (για ένα παιδί) το πειραχτήρι
- (στον πληθυντικό) ζιζάνια: η διχόνοια
- του αρέσει να σπέρνει ζιζάνια και μετά να επωφελείται από την αναταραχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζιζάνιο
|