ζουζουνάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζουζουνάκι τα ζουζουνάκια
      γενική
    αιτιατική το ζουζουνάκι τα ζουζουνάκια
     κλητική ζουζουνάκι ζουζουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζουζουνάκι < ζουζούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < (ηχομιμητική λέξη) (ζζζ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζουζουνάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του ζουζούνι
  2. (προσφώνηση, οικείο) χαϊδευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζουζούνι