ζουρλοκαμπέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζουρλοκαμπέρω οι ζουρλοκαμπέρες
      γενική της ζουρλοκαμπέρως των ζουρλοκαμπέρων
    αιτιατική τη ζουρλοκαμπέρω τις ζουρλοκαμπέρες
     κλητική ζουρλοκαμπέρω ζουρλοκαμπέρες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζουρλοκαμπέρω < ζουρλ(ός) + -ο- + καμπέρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζουρλοκαμπέρω θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]