ζουρλοπαντιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζουρλοπαντιέρα | οι | ζουρλοπαντιέρες |
γενική | της | ζουρλοπαντιέρας | — | |
αιτιατική | τη | ζουρλοπαντιέρα | τις | ζουρλοπαντιέρες |
κλητική | ζουρλοπαντιέρα | ζουρλοπαντιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζουρλοπαντιέρα θηλυκό
- άτομο με αλλοπρόσαλλη, παλαβή συμπεριφορά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζουρλοπαντιέρα
|