ζοχαδιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζοχαδιάρης οι ζοχαδιάρηδες
      γενική του ζοχαδιάρη των ζοχαδιάρηδων
    αιτιατική τον ζοχαδιάρη τους ζοχαδιάρηδες
     κλητική ζοχαδιάρη ζοχαδιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζοχαδιάρης < ζοχάδα + -ιάρης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζοχαδιάρης αρσενικό (θηλυκό: ζοχαδιάρα, ουδέτερο ζοχαδιάρικο)

  1. που έχει ζοχάδες
  2. ο μόνιμα νευρικός

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]