ζοχαδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζοχαδιακός
- που έχει ζοχάδες (αιμορροΐδες) και υποφέρει απ’ αυτές
- (μεταφορικά) υποχόνδριος, ιδιότροπος
- Άλλες μορφές ζοχάδας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζοχαδιακός
|