ζυγοστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zi.ɣoˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γο‐στά‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζυγοστάτης αρσενικό
- αυτός που ζυγίζει, ο ζυγιστής
- (μεταφορικά) ο δικαστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτός που ζυγίζει
→ δείτε τη λέξη ζυγιστής |
(μεταφορικά) ο δικαστής
→ δείτε τη λέξη δικαστής |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στάτης (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)