ζωοθεραπευτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοθεραπευτική οι ζωοθεραπευτικές
      γενική της ζωοθεραπευτικής των ζωοθεραπευτικών
    αιτιατική τη ζωοθεραπευτική τις ζωοθεραπευτικές
     κλητική ζωοθεραπευτική ζωοθεραπευτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωοθεραπευτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zootherapy < αρχαία ελληνική ζῷον + θεραπεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζωοθεραπευτική θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]