ζωοφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοφαγία οι ζωοφαγίες
      γενική της ζωοφαγίας των ζωοφαγιών
    αιτιατική τη ζωοφαγία τις ζωοφαγίες
     κλητική ζωοφαγία ζωοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωοφαγία < ελληνιστική κοινή ζῳοφαγία < ζωο- + -φαγία < αρχαία ελληνική ζῳοφάγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζωοφαγία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]