ζύμωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζύμωμα τα ζυμώματα
      γενική του ζυμώματος των ζυμωμάτων
    αιτιατική το ζύμωμα τα ζυμώματα
     κλητική ζύμωμα ζυμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ζύμωμα πάνω σε ξύλο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζύμωμα < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζύμωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ζυμώνω· η μάλαξη με τα χέρια ή με ειδικό μηχάνημα ενός μείγματος από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, για να φτιαχτεί ζύμη για ψωμί ή γλυκίσματα
  2. (μεταφορικά) η διάπλαση του χαρακτήρα που φέρνει η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους και η τριβή με τα προβλήματα της ζωής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]