ζώδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

τα ζώδια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζώδιο τα ζώδια
      γενική του ζωδίου
ζώδιου
των ζωδίων
    αιτιατική το ζώδιο τα ζώδια
     κλητική ζώδιο ζώδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζώδιο < αρχαία ελληνική ζῴδιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζώδιο ουδέτερο

  1. ο καθένας από τους δώδεκα κύριους αστερισμούς που είναι ορατοί στον ουρανό κατά μήκος της εκλειπτικής
  2. (αστρολογία) το καθένα από τα 12 διαδοχικά τμήματα στα οποία χωρίζεται η εκλειπτική (και τα οποία δεν συμπίπτουν ολοκληρωτικά με τους αντίστοιχους αστερισμούς)
  3. (κατ’ επέκταση) το χρονικό διάστημα του έτους κατά το οποίο ο ήλιος βρίσκεται σε καθένα από αυτά τα 12 ίσα τμήματα κατά τη φαινομενική ετήσια περιφορά του γύρω από τη γη
    • όσοι γεννιούνται από 23/9 έως 23/10 ανήκουν στο ζώδιο του Ζυγού

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Τι ζώδιο είσαι;: Σε ποιο ζώδιο ανήκεις σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησής σου;

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]