ηγέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηγέτης οι ηγέτες
      γενική του ηγέτη των ηγετών
    αιτιατική τον ηγέτη τους ηγέτες
     κλητική ηγέτη ηγέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηγέτης < αρχαία ελληνική ἡγέτης < ἡγοῦμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈʝe.tis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηγέτης αρσενικό

  1. αυτός που ηγείται, που έχει την εξουσία
     συνώνυμα: αρχηγός
  2. (μεταφορικά) αυτός που έχει τα προσόντα αρχηγού
  3. (μεταφορικά) ο πρωτοπόρος, ο κορυφαίος σε ένα τομέα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]