ηδύγλωσσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηδύγλωσσος η ηδύγλωσση το ηδύγλωσσο
      γενική του ηδύγλωσσου της ηδύγλωσσης του ηδύγλωσσου
    αιτιατική τον ηδύγλωσσο την ηδύγλωσση το ηδύγλωσσο
     κλητική ηδύγλωσσε ηδύγλωσση ηδύγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηδύγλωσσοι οι ηδύγλωσσες τα ηδύγλωσσα
      γενική των ηδύγλωσσων των ηδύγλωσσων των ηδύγλωσσων
    αιτιατική τους ηδύγλωσσους τις ηδύγλωσσες τα ηδύγλωσσα
     κλητική ηδύγλωσσοι ηδύγλωσσες ηδύγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηδύγλωσσος < αρχαία ελληνική ἡδύγλωσσος

Επίθετο[επεξεργασία]

ηδύγλωσσος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]