ηθικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηθικοποίηση | οι | ηθικοποιήσεις |
γενική | της | ηθικοποίησης* | των | ηθικοποιήσεων |
αιτιατική | την | ηθικοποίηση | τις | ηθικοποιήσεις |
κλητική | ηθικοποίηση | ηθικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηθικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηθικοποίηση < ηθικο- (< ηθική) + -ποίηση (< ποιώ) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική moralisation)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1831
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηθικοποίηση θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ηθικοποιώ, η διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα ενός προσώπου ή συνόλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθικοποίηση