ηλίανθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλίανθος οι ηλίανθοι
      γενική του ηλίανθου των ηλίανθων
    αιτιατική τον ηλίανθο τους ηλίανθους
     κλητική ηλίανθε ηλίανθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ηλίανθος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλίανθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική helianthus < ελληνιστική κοινή ἡλιανθές[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ηλί- + άνθος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈli.an.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λί‐αν‐θος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλίανθος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]