ηλεκτροθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτροθεραπεία θηλυκό
- μορφή φυσικοθεραπείας που χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό για να διεγείρει τους μυϊκούς ιστούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροθεραπεία
|