ηλεκτρονικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ηλεκτρονικά < ηλεκτρονικ(ός) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ηλεκτρονικά

  1. με ηλεκτρονικό τρόπο
  2. χρησιμοποιώντας υπολογιστή και συχνά το διαδίκτυο
    φέτος θα υποβάλλω τη φορολογική μου δήλωση ηλεκτρονικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ηλεκτρονικά < (ουσιαστικοποιημένο) ηλεκτρονικά (παιχνίδια)
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ηλεκτρονικά
      γενική των ηλεκτρονικών
    αιτιατική τα ηλεκτρονικά
     κλητική ηλεκτρονικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλεκτρονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ηλεκτρονικά ουδέτερο