ηλεκτροπόρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτροπόρωση οι ηλεκτροπορώσεις
      γενική της ηλεκτροπόρωσης των ηλεκτροπορώσεων
    αιτιατική την ηλεκτροπόρωση τις ηλεκτροπορώσεις
     κλητική ηλεκτροπόρωση ηλεκτροπορώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτροπόρωση < ηλεκτρο- + ... (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική electroporation) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλεκτροπόρωση θηλυκό

  • (χημεία, βιοχημεία_ μέθοδος με την οποία κύτταρα που δέχονται ηλεκτρικό ερεθισμό δημιουργούν προσωρινούς πόρους στη μεμβράνη τους επιτρέποντας έτσι κάποιες ουσίες να εισέλθουν στο εσωτερικό τους
    Με την ηλεκτροπόρωση πραγματοποιείται η είσοδος DNA, πρωτεϊνών κ.ά. μέσα σε κύτταρα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]