ηλεκτροφυσιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτροφυσιολογία οι ηλεκτροφυσιολογίες
      γενική της ηλεκτροφυσιολογίας των ηλεκτροφυσιολογιών
    αιτιατική την ηλεκτροφυσιολογία τις ηλεκτροφυσιολογίες
     κλητική ηλεκτροφυσιολογία ηλεκτροφυσιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτροφυσιολογία < ηλεκτρο- + φυσιολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλεκτροφυσιολογία θηλυκό

(φυσιολογία)

  1. μελέτη των ηλεκτρικών ιδιοτήτων των κυττάρων
  2. μελέτη την παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από τους ζωντανούς οργανισμούς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]