ηλιόπετρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιόπετρα οι ηλιόπετρες
      γενική της ηλιόπετρας των ηλιοπετρών
    αιτιατική την ηλιόπετρα τις ηλιόπετρες
     κλητική ηλιόπετρα ηλιόπετρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλιόπετρα < ήλιος + πέτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλιόπετρα θηλυκό

  1. κρύσταλλος που υποδείκνυε τη θέση του ήλιου και βοηθούσε τους Βίκινγκς στα ναυτικά τους ταξίδια
    Πώς κατάφεραν οι Βίκινγκ να φτάσουν στην Αμερική, δεδομένου ότι δεν γνώριζαν τη χρήση της πυξίδας, και δεν έβλεπαν καν τα άστρα στο διαρκές φως του αρκτικού καλοκαιριού; Ίσως τους βοήθησε η θρυλική «ηλιόπετρα», ένας κρύσταλλος που γινόταν φωτεινός ή σκοτεινός ανάλογα με τη θέση του Ήλιου και την κατεύθυνση του πολωμένου φωτός. Η θεωρία της ηλιόπετρας δείχνει τώρα να επιβεβαιώνεται μετά την ανακάλυψη ενός τέτοιου κρυστάλλου σε βρετανικό πλοίο που ναυάγησε στη Μάγχη το 1592. (εφημερίδα Το Βήμα, 6/3/2013)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]