ημερομίσθιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημερομίσθιος η ημερομίσθια το ημερομίσθιο
      γενική του ημερομίσθιου της ημερομίσθιας του ημερομίσθιου
    αιτιατική τον ημερομίσθιο την ημερομίσθια το ημερομίσθιο
     κλητική ημερομίσθιε ημερομίσθια ημερομίσθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημερομίσθιοι οι ημερομίσθιες τα ημερομίσθια
      γενική των ημερομίσθιων των ημερομίσθιων των ημερομίσθιων
    αιτιατική τους ημερομίσθιους τις ημερομίσθιες τα ημερομίσθια
     κλητική ημερομίσθιοι ημερομίσθιες ημερομίσθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημερομίσθιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ημερομίσθιος, -α, -ο

  1. που πληρώνεται για την εργασία του με την ημέρα
    ημερομίσθιος εργάτης
  2. για εργασία που πληρώνεται με την ημέρα
    ημερομίσθια εργασία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]