ημερομίσθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημερομίσθιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ημερομίσθιος, -α, -ο
- που πληρώνεται για την εργασία του με την ημέρα
- ημερομίσθιος εργάτης
- για εργασία που πληρώνεται με την ημέρα
- ημερομίσθια εργασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημερομίσθιος