ημιπεριφέρεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιπεριφέρεια < ημι- + περιφέρεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιπεριφέρεια θηλυκό
- το μισό μιας περιφέρειας κύκλου, τόξο 180 μοιρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιπεριφέρεια