ημιυδρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημιυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hemihedrite < αρχαία ελληνική ἡμι- + ὕδωρ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
ημιυδρίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος ορυκτού με χημικό τύπο Pb10Zn(CrO4)6(SiO4)2F2
- (ορυκτολογία) ο βασανίτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιυδρίτης