ημιχόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιχόριο τα ημιχόρια
      γενική του ημιχορίου
ημιχόριου
των ημιχορίων
    αιτιατική το ημιχόριο τα ημιχόρια
     κλητική ημιχόριο ημιχόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιχόριο < (ελληνιστική κοινή) ἡμιχόριον < ἡμι- + χορός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιχόριο ουδέτερο

  • το ένα από τα δύο μέρη του χορού του αρχαίου δράματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]