ηπάτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηπάτωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηπάτωμα αρσενικό
- ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος, δηλαδή εκείνος που αρχίζει από τα κύτταρα του ιδίου του ήπατος (ηπατοκύτταρα) και όχι από καρκίνο άλλου οργάνου που έχει μετασταθεί σε αυτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηπάτωμα