ηπάτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηπάτωμα τα ηπατώματα
      γενική του ηπατώματος των ηπατωμάτων
    αιτιατική το ηπάτωμα τα ηπατώματα
     κλητική ηπάτωμα ηπατώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηπάτωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηπάτωμα αρσενικό

  • ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος, δηλαδή εκείνος που αρχίζει από τα κύτταρα του ιδίου του ήπατος (ηπατοκύτταρα) και όχι από καρκίνο άλλου οργάνου που έχει μετασταθεί σε αυτό


Συνώνυμα[επεξεργασία]

ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]