ηρώο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηρώο τα ηρώα
      γενική του ηρώου των ηρώων
    αιτιατική το ηρώο τα ηρώα
     κλητική ηρώο ηρώα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηρώο < αρχαία ελληνική ἡρῶον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηρώο ουδέτερο

  • μνημείο σε κεντρική τοποθεσία πόλης ή χωριού προς τιμήν των πεσόντων στους πολέμους
    η κατάθεση στεφάνου έγινε στο ηρώο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]