ηχοβόλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχοβόλιση | οι | ηχοβολίσεις |
γενική | της | ηχοβόλισης* | των | ηχοβολίσεων |
αιτιατική | την | ηχοβόλιση | τις | ηχοβολίσεις |
κλητική | ηχοβόλιση | ηχοβολίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχοβολίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηχοβόλιση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηχοβόλιση
|