θέατρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θέατρο τα θέατρα
      γενική του θεάτρου
θέατρου
των θεάτρων
    αιτιατική το θέατρο τα θέατρα
     κλητική θέατρο θέατρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέατρο < αρχαία ελληνική θέατρον
το αρχαίο θέατρο (2) της Επιδαύρου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθe.a.tɾo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θέατρο ουδέτερο

  1. η δραματική τέχνη στο σύνολό της, η συγγραφή δραματικών έργων που προορίζονται να παρασταθούν ενώπιον κοινού καθώς και το σύνολο των καλλιτεχνικών πράξεων που απαιτούνται για να ανέβει μια θεατρική παράσταση
  2. ο χώρος όπου δίνονται θεατρικές παραστάσεις
    το θέατρο σείστηκε από τα χειροκροτήματα
  3. το κοινό που παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση
    όλο το θέατρο χειροκρότησε δυνατά
  4. η υποκριτική συμπεριφορά
    μην τον πιστεύεις, πάλι παίζει θέατρο
  5. ο τόπος όπου διαδραματίζεται ένα γεγονός, συνήθως βίαιο
    η Γιουγκοσλαβία έγινε θέατρο πολλών πολεμικών συγκρούσεων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]