θαλασσοδάρσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλασσοδάρσιμο < θαλασσοδαρ(μός) + -σιμο. Αναλύεται σε θαλασο- + δάρσιμο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλασσοδάρσιμο[1] ουδέτερο
- (ποιητικός τύπος) ο θαλασσοδαρμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλασσοδάρσιμο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θαλασσοδάρσιμο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)