θαλασσομαχητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλασσομαχητό < θαλασσομαχώ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλασσομαχητό ουδέτερο
- Η μάχη με τη θάλασσα. Ο αγώνας για επιβίωση ενάντια στη μανία των κυμάτων της.
- Ο ναυαγός κατάφερε να βγει ζωντανός στη στεριά ύστερα από αγωνιώδες θαλασσομαχητό.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλασσομαχητό
|