θαλασσοφίλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλασσοφίλητος η θαλασσοφίλητη το θαλασσοφίλητο
      γενική του θαλασσοφίλητου της θαλασσοφίλητης του θαλασσοφίλητου
    αιτιατική τον θαλασσοφίλητο τη θαλασσοφίλητη το θαλασσοφίλητο
     κλητική θαλασσοφίλητε θαλασσοφίλητη θαλασσοφίλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλασσοφίλητοι οι θαλασσοφίλητες τα θαλασσοφίλητα
      γενική των θαλασσοφίλητων των θαλασσοφίλητων των θαλασσοφίλητων
    αιτιατική τους θαλασσοφίλητους τις θαλασσοφίλητες τα θαλασσοφίλητα
     κλητική θαλασσοφίλητοι θαλασσοφίλητες θαλασσοφίλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαλασσοφίλητος < θάλασσα + -ο- + φιλώ + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θa.la.soˈfi.li.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θα‐λασ‐σο‐φί‐λη‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

θαλασσοφίλητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]