θεμελιωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεμελιωτής οι θεμελιωτές
      γενική του θεμελιωτή των θεμελιωτών
    αιτιατική τον θεμελιωτή τους θεμελιωτές
     κλητική θεμελιωτή θεμελιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεμελιωτής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεμελιωτής αρσενικό

  • αυτός που έβαλε τα θεμέλια ενός σημαντικού κινήματος, ρεύματος, θρησκείας, ιδεολογίας κλπ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]