θεογεννήτορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεογεννήτορας οι θεογεννήτορες
      γενική του θεογεννήτορα των θεογεννητόρων
    αιτιατική τον θεογεννήτορα τους θεογεννήτορες
     κλητική θεογεννήτορα θεογεννήτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεογεννήτορας < μεσαιωνική ελληνική θεογεννήτωρ < αρχαία ελληνική θεός + γεννήτωρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.o.ʝeˈni.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ο‐γεν‐νή‐το‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεογεννήτορας αρσενικό (θηλυκό θεογεννήτρια & θεογεννήτρα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]