θεοκρασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεοκρασία < ελληνιστική κοινή θεοκρασία < αρχαία ελληνική θεός + κρᾶσις (< κεράννυμι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεοκρασία θηλυκό
- (θρησκεία) η πρόσμειξη ιδιοτήτων διαφόρων θεοτήτων σε μια άλλη θεότητα ή η ανάμειξη θρησκευτικών στοιχείων ενός τρόπου λατρείας σε έναν άλλο. Αυτή η ανταλλαγή επιμέρους θρησκευτικών στοιχείων ονομάζεται, επίσης, θρησκευτικός συγκρητισμός.
- (θρησκεία) η θρησκευτικοφιλοσοφική αντίληψη της ένωσης της ανθρώπινης ψυχής με το Θείο, συνήθως μέσω διαλογισμού. Αυτή η αντίληψη αποτελούσε ιδανικό μεταξύ ορισμένων Νεοπλατωνιστών και Ανατολιτών μυστικιστών.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- θεοκρασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεοκρασία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)